- κρηπῖδος
- κρηπίςman's high bootfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERICLYSIS — Graece Περίκλυσις, ora vel extremitas vestis et veli et cuiuslibet rei, apud Anastasium in Leone IV. Fecit vero in eadem basilica ad splendorem sacri Altaris, vestem holosericam habentem Periclysim de chrysoclavo, h. e. περιῤῥοὴν et… … Hofmann J. Lexicon universale
εποικοδομώ — (AM ἐποικοδομῶ, έω) οικοδομώ, χτίζω επάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή οικοδομή (α. «ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ οἱ Ἀθηναῑοι ὑψηλότερον τὸ τεῑχος» β. «ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῑδος μονίμου ἐποικοδομεῑν δυνατόν») αρχ. μσν. 1. ανοικοδομώ («ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ… … Dictionary of Greek
πρόθυσις — ύσεως, ἡ, Α [προθύω] 1. η πρώτη κρηπίδα βωμού, η βάση («τοῡ βωμοῡ τοῡ ἐν Ὀλυμπία κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», Παυσ.) 2. προκαταρκτική θυσία … Dictionary of Greek
τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 … Dictionary of Greek
τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek